ποτούρι

ποτούρι
και πουτούρι, το, Ν
είδος τουρκικού πανταλονιού με φαρδιά επάνω και στενά στο κάτω μέρος σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. potur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποτούρι — το (λ. τουρκ.), περισκελίδα (παντελόνι) με στενά σκέλη και βράκα πίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουτούρι — το, Ν βλ. ποτούρι …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”